Ηθέση της γυναίκας στην κοινωνία, στην κάθε κοινωνία κάθε χώρου και χρόνου, αποτελεί μείζον θέμα προς συζήτηση τα τελευταία 60-70 χρόνια.
Όσο κλισέ και αν μοιάζει πια σε κάποιους, μετά από τρία κύματα φεμινισμού και πολλές φαινομενικές και νομοθετικές αλλαγές, το ερώτημα παραμένει διαχρονικά ανοιχτό:
Τι σημαίνει να είσαι γυναίκα? Πώς πρέπει να μοιάζεις εμφανισιακά για να ταυτοποιείται ως γυναίκα? Ποιες είναι οι διαφορές της με ένα άντρα? Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της, ποιες οι ανάγκες της, ποιες οι υποχρεώσεις της και ποια τα δικαιώματά της?
Η θέση της γυναίκας σε μια κοινωνία και σε μια χώρα γενικότερα, προδίδει πολλά για την ίδια την κοινωνία, για την ποιότητά της και τη βιωσιμότητά της. Αντίστοιχα, η απεικόνιση της γυναίκας από τις τέχνες μαρτυρά με ένα συμπυκνωμένο, απροκάλυπτο, ίσως πιο γκροτέσκο και κάποιες φορές προφητικό τρόπο το τι σημαίνει υποσυνείδητα η λέξη ΓΥΝΑΙΚΑ, σε κάθε εποχή.
Δεν είναι τυχαίο ότι διαχρονικά η μοίρα της γυναίκας και το ποσοστό ισότητας προς το άλλο φύλο, αν δεχθούμε ότι είναι δύο, πάει χέρι χέρι με το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο της κοινωνίας και το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί ανά χρονική στιγμή.
Όσον αφορά τον ελληνικό κινηματογράφο, η απεικόνιση της γυναίκας ακολουθεί μια αντίστοιχη πορεία με αυτή της πολιτικής κατάστασης της μετακατοχικής Ελλάδας και της σταδιακής εξέλιξης του βιοτικού επιπέδου της μάζας του λαού.
«Ο ΚΑΤΗΦΟΡΟΣ» του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου
Η ταινία « Ο Κατήφορος» (1961) σε σενάριο και σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και παραγωγή Φίνος Φιλμ, είναι ένα κοινωνικό δράμα με έντονες ερωτικές, σεξουαλικές και σεξιστικές προεκτάσεις ειδικά για τα δεδομένα της εποχής.
Με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη και συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, η ταινία αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα μιας σειράς δραματικών ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του ’60, όπου η τιμή της γυναίκας και ειδικά της νέας, ανύπαντρης γυναίκας είναι η μοναδική αξία στην ύπαρξή της. Ταινίες με αντίστοιχο περιεχόμενο είναι:
«Νόμος 4000» (1962), «Ίλιγγος» (1963), «Στεφανία» (1966), «Ο Αστερισμός της Παρθένου» (1973), όλες με πρωταγωνίστρια τη Ζωή Λάσκαρη, σκηνοθέτη τον Γιάννη Δαλιανίδη και παραγωγή Φίνος Φιλμ.
Το premise του Κατήφορου, που είναι πάνω κάτω το ίδιο και στις άλλες ταινίες, είναι το εξής:
Μια νεαρή κοπέλα τολμάει, να κάνει σεξ, να «δοθεί» σε έναν άντρα, να χάσει την παρθενιά της χωρίς να έχει πρώτα παντρευτεί, οπότε δεδομένα παίρνει τον κακό τον δρόμο, εξευτελίζεται, μπαίνει φυλακή και καταστρέφεται και εκείνη και η οικογένειά της.
Ένα καθομοιότυπο σεναριακό και σκηνοθετικό μοτίβο μένει απαράλλακτο στο πέρας 12 ετών. Τη στιγμή που σε όλο τον πλανήτη γίνονται κοσμογονικές αλλαγές, επαναστάσεις κοινωνικές, πολιτικές, σεξουαλικές, ηθικολογικές επαναστάσεις. Το σεξ είναι πια δικαίωμα όλων και αγαθό. Αλλά στην Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου και της μετέπειτα Χούντας, η υπέρτατη αξία για μια κοπέλα είναι η παρθενία. Το σεξ είναι κάτι κακό και βρώμικο, ένα όπλο δύναμης των αντρών που με αυτό ορίζουν τις γυναίκες.
Είναι τόσο ξεκάθαρα χειριστική η απεικόνιση της γυναίκας σε όλες σχεδόν τις ταινίες του Παλιού Ελληνικού Κινηματογράφου, που αναρωτιέται κανείς αν αντηχούσαν τη λογική της κοινωνίας της εποχής ή αν τελικά την καθόριζαν.
Κρίνοντας από την οικογένειά μου, η μητέρα μου που ήταν στην ηλικία της Ρέας, της Στεφανίας ή της Κούλας στα 70’s, δεν ένιωσα ποτέ να φέρει αυτό το στίγμα. Βέβαια δεν είχε δει ποτέ αυτές τις ταινίες μικρή. Αντίθετα, εγώ που άρχισα να βλέπω τις ταινίες αυτές μαζί με τη μητέρα μου στην ελληνική τηλεόραση Κυριακή απόγευμα, στιγματίστηκα πολύ από τις εικόνες αυτών των ταινιών.
Με ασπρόμαυρη, δραματική κινηματογράφηση αλά φιλμ νουάρ, έντονες σκιάσεις, μουσική μυστηρίου και κλάματα μετά οδυρμού από τις πρωταγωνίστριες, «Ο Κατήφορος» καταφέρνει να μπει στο μυαλό ενός/μιας millennial σαν κάτι κοινωνικά δεδομένο για την Ελλάδα του ’60.
Μέσα σε ένα γενικό κλίμα εκφοβισμού και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής καταπίεσης, ειδικά για τους μη φίλους του καθεστώτος, η γυναίκα είναι ίσως το πιο καταπιεσμένο μέλος αυτής της κοινωνίας όπως απεικονίζεται σ’αυτές τις ταινίες:
Στο δράμα ή στο μελόδραμα, η γυναίκα εμφανίζεται ως σεξουαλικό έρμαιο του άντρα, αδύναμη και ανήμπορη να επιβιώσει χωρίς ένα καλό γάμο, όπου ελευθερία και σεβασμός δεν πάνε μαζί. Η ηδονή είναι αμαρτωλή και οδηγεί στην περιθωριοποίηση και τη δυστυχία.
Στην κωμωδία, η γυναίκα απεικονίζεται με όλα τα πιθανά διαχρονικά αρνητικά κλισέ (πονηρή, κατεργάρα, ψεύτρα, σπάταλη, ύπουλη, κοκορόμυαλη), με μοναδικό στόχο ζωής το τύλιγμα ενός καλού γαμπρού, μια καλή παντρειά ικανή να της προσφέρει χρήματα για λούσα και διασκεδάσεις.
Οι γυναίκες είναι ανίκανες να ζήσουν ανεξάρτητες, ακόμη και αν έχουν δική τους δουλειά, έχουν σπουδάσει και είναι ιεραρχικά ανώτερες των ανδρών συναδέλφων τους, όπως στο «Δεσποινίς Διευθυντής» (1964). Στον Παλιό Ελληνικό Κινηματογράφο, για μια γυναίκα, έννοιες όπως η βαθιά αγάπη, η ηδονή, η ελευθερία και ο αυτοσεβασμός λείπουν με κρότο.
«Ο παλιός καλός ελληνικός κινηματογράφος πόσο καλός τελικά είναι?
Και για ποιους?»
«ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ» του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου
Ο Παλιός Ελληνικός Κινηματογράφου κλείνει οριστικά τον κύκλο του με την ταινία «Ο κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται» το 1977, πάλι σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και παραγωγή Φίνος Φιλμ. Κλασικά η γυναίκα απεικονίζεται ψεύτρα, ξιπασμένη, κακιά, χωρίς συναισθήματα και γεμάτη δόλο. Η δικτατορία έχει πέσει εδώ και τρία χρόνια, αλλά κανείς από την «παλιά φρουρά» δεν λέει να καταλάβει την αλλαγή στην κοινωνία και την αλλαγή του ρόλου των γυναικών που έχει μεν καθυστερήσει αλλά είναι πια γεγονός στην Ελλάδα.
Παρόλα αυτά νέοι σκηνοθέτες, ως επί το πλείστων αριστερών πεποιθήσεων, έχουν φέρει εδώ και χρόνια νέα πνοή στον ελληνικό κινηματογράφο. Πιο σημαντικοί εξ αυτών είναι ο Παντελής Βούλγαρης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος και Αλέξης Δαμιανός.
Η ταινία « Το προξενιό της Άννας» (1972) σε σενάριο Μένη Κουμανταρέα και Παντελή Βούλγαρη σκηνοθεσία Π. Βούλγαρη και παραγωγή Ντίνου Κατσουρίδη, είναι ένα κοινωνικό δράμα που εκθέτει χωρίς φτιασίδια και ωραιοποιήσεις την ελληνική κοινωνία της Δικτατορίας όπου η ανισότητα, η καταπίεση και η εξουσιολαγνεία δεσπόζει. Και σε αυτή την περίπτωση ο πιο αδύναμος κρίκος είναι μια γυναίκα: μια νέα, φτωχή, επαρχιώτισσα γυναίκα.
Πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι η Άννα και την υποδύεται η Άννα Βαγενά. Η Άννα είναι μια νέα φτωχή γυναίκα με καταγωγή από την επαρχία, που έχει εξαναγκαστεί από την οικογένειά της να ζει ως ψυχοκόρη, ως εσώκλειστη υπηρέτρια, σε μια μικροαστική οικογένεια της πρωτεύουσας. Ένα ιδιαίτερα συχνό φαινόμενο μέχρι την μεταπολίτευση: φτωχές, πολυμελείς οικογένειες από άγονες περιοχές της Ελλάδας και από τα νησιά, έστελναν τα έφηβα κορίτσια τους σε «πλούσια» σπίτια με σκοπό να γίνουν υπηρέτριες. Οι παροχές πολύ λίγες: στέγη και τροφή, ένα κάποιο χαρτζιλίκι ή και καθόλου, με αντάλλαγμα 24/24, 365/365 εργασία. Στην καλή θέληση των αφεντικών επαφιόταν η εξασφάλιση μιας προίκας για αυτά τα κορίτσια, που θα δινόταν στον γαμπρό που επέλεγαν εκείνα για την ψυχοκόρη και θα της τον γνώριζαν με προξενιό.
Μόνο έτσι ένα τέτοιο κορίτσι θα μπορούσε να φύγει από ένα σπίτι, αν δεν ήθελε να κηλιδωθεί το όνομά της.